Άνομος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άνομος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem lei, ilegal, lawless, iníquo, anárquica
Άνομος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνομος

άνεμος συνώνυμα, άνομος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άνομος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άνοιγμα στα πορτογαλικά - abertura, de abertura, abertura de, abrir, a abertura
  • άνοιξη στα πορτογαλικά - manancial, primavera, corda, abrir, difundir, nascente, fonte, ...
  • άνοστος στα πορτογαλικά - insosso, fraco, insípido, indecisos, aguado
  • άντληση στα πορτογαλικά - bombeamento, bombagem, de bombeamento, bombear, bombeamento de
Τυχαίες λέξεις
Άνομος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sem lei, ilegal, lawless, iníquo, anárquica