Άνομος στα πολωνικά

Μετάφραση: άνομος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemoralny, niegodziwy, bezprawny, samowolny, anarchiczny, bezprawia, bezprawiem
Άνομος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνομος

άνεμος συνώνυμα, άνομος λεξικό γλώσσας πολωνικά, άνομος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • άνοιγμα στα πολωνικά - zakreskować, wyklucie, legnąć, luk, wylegać, wylęg, wyląg, ...
  • άνοιξη στα πολωνικά - resor, wiosenny, podskoczenie, źródło, skok, krynica, zdrój, ...
  • άνοστος στα πολωνικά - dobrotliwy, nijaki, miły, tępy, mdły, nieświeży, bezduszny, ...
  • άντληση στα πολωνικά - ssanie, zasysanie, wysysanie, pompowanie, pompowania, Pompy, Pompy do, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνομος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: niemoralny, niegodziwy, bezprawny, samowolny, anarchiczny, bezprawia, bezprawiem