Έγχυμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: έγχυμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додавати, уселяти, вселяти, наполягати, заварювати, настій
Έγχυμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγχυμα

έγχυμα χαμομηλιού, έγχυμα λεξικό, έγχυμα δενδρολίβανου, έγχυμα δυόσμου, έγχυμα βοτάνων, έγχυμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έγχυμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • έγκυρος στα ουκρανικά - владний, значний, авторитетний, надійний, дійсний, дійсну, справжній
  • έγχρωμος στα ουκρανικά - барвистий, кольорове, колір, розфарбований, фарбований, кольоровий, забарвлений, ...
  • έδαφος στα ουκρανικά - область, підставу, сфера, гострий, земля, територія, топографія, ...
  • έδρα στα ουκρανικά - лава, садовити, саджати, лавка, стелаж, верстак, кафедра, ...
Τυχαίες λέξεις
Έγχυμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: додавати, уселяти, вселяти, наполягати, заварювати, настій