Вселяти στα ελληνικά

Μετάφραση: вселяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Вселяти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всезнайко στα ελληνικά - δοκησίσοφος
  • вселити στα ελληνικά - εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
  • всемогутній στα ελληνικά - παντοδύναμος, πανίσχυρη, Παντοδύναμο, πανίσχυρου, ο Παντοδύναμος
  • всенародний στα ελληνικά - σε εθνικό επίπεδο, εθνικό επίπεδο, σε εθνικό, πανελλαδικά, εθνικό
Τυχαίες λέξεις
Вселяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα