Αποφαίνομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποφαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присудіть, присудити, присуджувати, apofainomai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφαίνομαι
αποφαίνομαι english, αποφαίνομαι βικιλεξικο, αποφαίνομαι συνώνυμα, αποφαίνομαι σημασια, αποφαίνεται ορισμός, αποφαίνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποφαίνομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απουσία στα ουκρανικά - неуважність, неявка, хибу, розсіяність, відсутність, замовчування, ваду, ...
- αποφάγια στα ουκρανικά - вирізка, шматок, недоїдки, шматочок, шкварки, залишки, рештки
- αποφασίζω στα ουκρανικά - управляти, вирішіть, минати, панування, вирішувати, розв'язний, діяти, ...
- αποφασισμένος στα ουκρανικά - нездоланний, непереборний, непоборний, певний, визначений, певного, певне, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφαίνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: присудіть, присудити, присуджувати, apofainomai
Μεταφράσεις: присудіть, присудити, присуджувати, apofainomai