Γονυπετώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: γονυπετώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колінах, навколішки, навколішках
Γονυπετώ στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονυπετώ

γονυπετώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γονυπετώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γονιμοποιώ στα ουκρανικά - молочко, молоки, сперми, молочка
  • γονιμότητα στα ουκρανικά - плідність, достаток, родючість, багатство
  • γορίλα στα ουκρανικά - горила, бандите, бандит, горилла
  • γοργά στα ουκρανικά - швидко, швидкість, бистрота, прудкість
Τυχαίες λέξεις
Γονυπετώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: колінах, навколішки, навколішках