Переконувати στα ελληνικά
Μετάφραση: переконувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, παραινώ, αποτρέπω, παρακινώ, μεταπείθω, φέρνω, διαφωνώ, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адміралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, Admiralty, Ναυαρχείου, ένα ναυαρχείο, ναυαρχία
- вивіз στα ελληνικά - μετακίνηση, απομάκρυνση, αφαίρεση, απομάκρυνσης, αφαίρεσης
- виплутайтеся στα ελληνικά - ξεμπλέκω, vyplutaytesya
- гуска στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
Τυχαίες λέξεις
Переконувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, παραινώ, αποτρέπω, παρακινώ, μεταπείθω, φέρνω, διαφωνώ, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Μεταφράσεις: διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, παραινώ, αποτρέπω, παρακινώ, μεταπείθω, φέρνω, διαφωνώ, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε