Карантини στα ελληνικά

Μετάφραση: карантини, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, καυγαδίζω, καραντίνα, απομόνωση, απομόνωσης, καραντίνας, υγειονομικής απομόνωσης
Карантини στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • карамель στα ελληνικά - καραμέλλα, καραμέλα, καραμέλας, καραμελόχρωμα, καραμελέ
  • карання στα ελληνικά - τιμωρία, τιμωρίας, ποινή, θανατικής, την τιμωρία
  • караність στα ελληνικά - ενοχή, ενοχής, την ενοχή, ενοχές, η ενοχή
  • карат στα ελληνικά - καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού
Τυχαίες λέξεις
Карантини στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, καυγαδίζω, καραντίνα, απομόνωση, απομόνωσης, καραντίνας, υγειονομικής απομόνωσης