Διαχωρίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαχωρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відмежуватися, відмежуватись, відгородитися
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαχωρίζω
ξεχωρίζω συνώνυμο, ξεχωρίζω συνώνυμα, διαχωρίζω λεξικο, διαχωρίζω συνώνυμο, διαχωρίζω αγγλικα, διαχωρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαχωρίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαχυτικός στα ουκρανικά - багатий, барвистий, рясний, плідний, плодовитий, експансивний
- διαχυτικότητα στα ουκρανικά - надлишок, веселість, веселощі
- διαχωρισμός στα ουκρανικά - відділення, відокремлення, розділення, поділ, розподіл
- διαψεύδω στα ουκρανικά - спростовувати, заперечте, суперечити, суперечитиме, суперечитимуть, перечити, суперечить
Τυχαίες λέξεις
Διαχωρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відмежуватися, відмежуватись, відгородитися
Μεταφράσεις: відмежуватися, відмежуватись, відгородитися