Δύσκολος στα ουκρανικά
Μετάφραση: δύσκολος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тяжкий, голка, дужий, тривкий, вимогливий, митецький, коліть, складний, сильний, важкий, неприємний, ловкий, вправний, твердий, важко, міцний, складно
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύσκολος
δύσκολος συνώνυμα, δύσκολος ετυμολογία, δύσκολος δρόμος, δύσκολος τοκετός, δύσκολος καιρός για πρίγκιπες, δύσκολος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δύσκολος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δύση στα ουκρανικά - жилет, захід, Запад
- δύσκαμπτος στα ουκρανικά - жорсткий, твердий, жорстку
- δύσπιστος στα ουκρανικά - скептичний, скептик, недовірливий, недовірлива, недовірливі, недовірливо
- δύστροπος στα ουκρανικά - вередливий, сварливий, сварлива, сердиту
Τυχαίες λέξεις
Δύσκολος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тяжкий, голка, дужий, тривкий, вимогливий, митецький, коліть, складний, сильний, важкий, неприємний, ловкий, вправний, твердий, важко, міцний, складно
Μεταφράσεις: тяжкий, голка, дужий, тривкий, вимогливий, митецький, коліть, складний, сильний, важкий, неприємний, ловкий, вправний, твердий, важко, міцний, складно