Εκκαθαριστής στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκκαθαριστής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліквідації, ліквідатор, ликвидатор, ліквідатора
Εκκαθαριστής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκαθαριστής

εκκαθαριστής commercial value, εκκαθαριστής ατε, εκκαθαριστής προβανκ, εκκαθαριστής σε υπερχρεωμένα, εκκαθαριστής ερτ, εκκαθαριστής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκκαθαριστής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκκαθάριση στα ουκρανικά - дільницю, кліринговий, ліквідаційний, ліквідування, відділок, чистка, ліквідація, ...
  • εκκαθαρίζω στα ουκρανικά - чистити, очистити, очищати, рідина, рідкий, дезінфікувати, рідину, ...
  • εκκεντρικός στα ουκρανικά - примхливий, вигадливий, химерний, ексцентричний, фантастичний, дивний, каламбури, ...
  • εκκενώνω στα ουκρανικά - ущелина, евакуюватися, скасовувати, евакуйовувати, анулювати, покидати, покиньте, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθαριστής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ліквідації, ліквідатор, ликвидатор, ліквідатора