Εκκαθαριστής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκκαθαριστής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destinatário, liquidante, liquidatário, síndico, o liquidatário
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκαθαριστής
εκκαθαριστής commercial value, εκκαθαριστής ατε, εκκαθαριστής προβανκ, εκκαθαριστής σε υπερχρεωμένα, εκκαθαριστής ερτ, εκκαθαριστής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκκαθαριστής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκκαθάριση στα πορτογαλικά - liquidação, de liquidação, a liquidação
- εκκαθαρίζω στα πορτογαλικά - limpar, matar, liquidar, líquido, saldar, refinar, aperfeiçoar, ...
- εκκεντρικός στα πορτογαλικά - bizarro, esquisito, excêntrico, barroco, adoentado, irritadiço, cranky, ...
- εκκενώνω στα πορτογαλικά - limpar, vago, puro, remoção, evacue, purgar, europeu, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθαριστής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: destinatário, liquidante, liquidatário, síndico, o liquidatário
Μεταφράσεις: destinatário, liquidante, liquidatário, síndico, o liquidatário