Лакувати στα ελληνικά

Μετάφραση: лакувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάλτο, εμαγιέ, αδαμαντίνη, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Лакувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лактації στα ελληνικά - Θηλασμός, Γαλουχία, γαλουχίας, τη γαλουχία, της γαλουχίας
  • лактоза στα ελληνικά - λακτόζη, λακτόζης, η λακτόζη, γαλακτόζη, της λακτόζης
  • ламання στα ελληνικά - σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
  • ламати στα ελληνικά - διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Τυχαίες λέξεις
Лакувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάλτο, εμαγιέ, αδαμαντίνη, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι