Емаль στα ελληνικά

Μετάφραση: емаль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Емаль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • еліта στα ελληνικά - ελίτ, αφρόκρεμα, εκλεκτοί, elite, ελίτ των
  • елітний στα ελληνικά - ελίτ, αφρόκρεμα, εκλεκτοί, elite, ελίτ των
  • еманація στα ελληνικά - φωτοστέφανο, εκπόρευση, απόρροια, απορροή, η εκπόρευση, πηγάζει
  • емансипація στα ελληνικά - χειραφέτηση, χειραφέτησης, απελευθέρωση, τη χειραφέτηση, χειραφέτησή
Τυχαίες λέξεις
Емаль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των