Επίτιμος στα ουκρανικά
Μετάφραση: επίτιμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
почесний, неоплачуваний, почесна, почесну, почесного
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίτιμος
επίτιμοσ γενικόσ πρόξενοσ, επίτιμος δημότης σπαρτιατών, επίτιμος καθηγητής, επίτιμος σημασία, επίτιμοσ δικηγόροσ, επίτιμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επίτιμος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επίτευξη στα ουκρανικά - здобуток, добуток, успіх, подвиг, досягнення
- επίτηδες στα ουκρανικά - навмисне, умисний, свідомо, навмисний, навмисно, повільно-повільно
- επίφοβος στα ουκρανικά - посилювати, зростати, посилюватися, збільшувати, жахливий, страшний, жахлива, ...
- επαίσχυντος στα ουκρανικά - безчесний, ганебний, ганебного
Τυχαίες λέξεις
Επίτιμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: почесний, неоплачуваний, почесна, почесну, почесного
Μεταφράσεις: почесний, неоплачуваний, почесна, почесну, почесного