Настирливий στα ελληνικά

Μετάφραση: настирливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έννοια, ανησυχώ, άμεσος, επείγων, φορτικός, επίμονος, ενοχλητικός
Настирливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бекон στα ελληνικά - μπέικον, μπέϊκον, το μπέικον, το μπέϊκον
  • витин στα ελληνικά - διογκώνω, Vitino
  • диспансер στα ελληνικά - ιατρείο, φαρμακείου, φαρμακευτικό εργαστήριο, ιατρείο του, υγειονομικού κέντρου
  • екологія στα ελληνικά - οικολογία, οικολογίας, την οικολογία, της οικολογίας, η οικολογία
Τυχαίες λέξεις
Настирливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έννοια, ανησυχώ, άμεσος, επείγων, φορτικός, επίμονος, ενοχλητικός