Καρδάρα στα ουκρανικά
Μετάφραση: καρδάρα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маслоробка, маслобойка, олійниця, олійня, маслобійка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρδάρα
καρδάρα γάλα, καρδάρα με το γάλα, καρδάρα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καρδάρα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καραούλι στα ουκρανικά - годинний, годинною, годинниковий, охорона, охорону, охрана
- καραφλός στα ουκρανικά - лисий, прямій, простій, безколірний, убогий, Відсутнє, голомозий
- καρδαμώνω στα ουκρανικά - підтримувати, підкріплювати, укріплювати, кардамон
- καρδιά στα ουκρανικά - серці, мужність, кохання, сутність, сміливість, серце
Τυχαίες λέξεις
Καρδάρα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: маслоробка, маслобойка, олійниця, олійня, маслобійка
Μεταφράσεις: маслоробка, маслобойка, олійниця, олійня, маслобійка