Κατοικήσιμος στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατοικήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
населений, жилий, жило, Залюднений, Населений, Заселений
Κατοικήσιμος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικήσιμος

κατοικήσιμος πλανήτης, κατοικήσιμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατοικήσιμος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατηγορώ στα ουκρανικά - стверджувати, пошліться, звинувачувати, показник, приписати, дороговказ, звинувачуйте, ...
  • κατηφορίζω στα ουκρανικά - схил, нахил, укіс, котитися, котитиметься, котиться, котитись
  • κατοικία στα ουκρανικά - мешкання, належати, жити, мешкати, знаходитися, проживання, житло, ...
  • κατοικίδιος στα ουκρανικά - домашній, національна, внутрішньодержавний, окультурений, окультурена
Τυχαίες λέξεις
Κατοικήσιμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: населений, жилий, жило, Залюднений, Населений, Заселений