Καυγάς στα ουκρανικά

Μετάφραση: καυγάς, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бійка, карантини, скандалити, сваритися, скандалитиме
Καυγάς στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυγάς

καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και τις έφαγε για τα καλά (βίντεο), καυγάς στην φυλακή, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και.. δειτε τι επαθε, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και τις έφαγε για τα καλά (, καυγάς λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καυγάς στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατόπιν στα ουκρανικά - згодом, потім, після, по
  • κατώτερος στα ουκρανικά - підлеглий, виведений, молодший, младший
  • καυγαδίζω στα ουκρανικά - карантини, суперечка, спір, суперечку, спор
  • καυσαέριο στα ουκρανικά - кіптява, морити, диміти, вихлопної, вихлопною, вихлопній, вихлопний, ...
Τυχαίες λέξεις
Καυγάς στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бійка, карантини, скандалити, сваритися, скандалитиме