Μαγειρικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: μαγειρικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кухонний, кулінарний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρικός
μαγειρικός ασβέστης, μαγειρικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαγειρικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μαγειρεύω στα ουκρανικά - куховар, варіння, заварка, куховарити, варити, готувати, вариво, ...
- μαγειρική στα ουκρανικά - кулінарія, кулинария
- μαγευτικός στα ουκρανικά - чарівний, зачарування, чарівне, прекрасний, чарівна
- μαγεύω στα ουκρανικά - шарм, чари, привабливість, відьма, Ведьма
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кухонний, кулінарний
Μεταφράσεις: кухонний, кулінарний