Μαγειρικός στα τούρκικα
Μετάφραση: μαγειρικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mutfak, Culinary, mutfak Kültürü, yemek, aşçılık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρικός
μαγειρικός ασβέστης, μαγειρικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, μαγειρικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μαγειρεύω στα τούρκικα - pişirmek, aşçı, Cook, bir aşçı, yemek, Mutfak
- μαγειρική στα τούρκικα - aşçılık, Cookery, Aşçılığı, sofra, yemek pişirme
- μαγευτικός στα τούρκικα - büyüleyici, büyüleyici bir, enchanting, büyülü
- μαγεύω στα τούρκικα - çekicilik, cazibe, cadı, Witch, the Witch, bir cadı, büyücü
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: mutfak, Culinary, mutfak Kültürü, yemek, aşçılık
Μεταφράσεις: mutfak, Culinary, mutfak Kültürü, yemek, aşçılık