Νοιάζομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: νοιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поплутаний, переплутаний, спутаний, догляд, відхід, вихід, те що
Νοιάζομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοιάζομαι

νοιάζομαι ιωσήφ, νοιάζομαι για την υγεία μου, νοιάζομαι συνωνυμα, νοιάζομαι λεξικό, νοιάζομαι μοιράζομαι, νοιάζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νοιάζομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • νοητός στα ουκρανικά - мислимий, мислений
  • νοθεύω στα ουκρανικά - підробляти, підробити, фальшувати, домісіть, ускладнюємо
  • νοικάρης στα ουκρανικά - найняти, орендувати, наймачі, орендар, наймати, постоялець, пожилець, ...
  • νοικιάζω στα ουκρανικά - найняти, наймання, оренда, наймати, орендувати, Аренда, прокат, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοιάζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поплутаний, переплутаний, спутаний, догляд, відхід, вихід, те що