Νοιάζομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: νοιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negócio, substância, matéria, coisa, causa, matriz, caso, questão, importar, assunto, cuidado, cuidados, cuidados de, assistência, atendimento
Νοιάζομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοιάζομαι

νοιάζομαι ιωσήφ, νοιάζομαι για την υγεία μου, νοιάζομαι συνωνυμα, νοιάζομαι λεξικό, νοιάζομαι μοιράζομαι, νοιάζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νοιάζομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • νοητός στα πορτογαλικά - imaginável, concebível, pensável, pensáveis, thinkable
  • νοθεύω στα πορτογαλικά - adulterar, sofisticar, sofisticado, sophisticate, sofisticada, sofisticou
  • νοικάρης στα πορτογαλικά - locatário, inquilino, locatório sem pensão, Roomer, pensionista
  • νοικιάζω στα πορτογαλικά - quadril, alugar, fretar, aluguel, renda, arrendar, aluguer
Τυχαίες λέξεις
Νοιάζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: negócio, substância, matéria, coisa, causa, matriz, caso, questão, importar, assunto, cuidado, cuidados, cuidados de, assistência, atendimento