Νοτισμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: νοτισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вогкий, вологий, вологе
Νοτισμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοτισμένος

νοτισμένος συνόνυμα, νοτισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νοτισμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • νοστιμίζω στα ουκρανικά - привчити, літа, загартовувати, задоволення, Незалежно, насолоду, Насолоджуйтеся, ...
  • νοτερός στα ουκρανικά - сирий, виражений
  • νουθεσία στα ουκρανικά - віщування, зазначення, вказування, остереження, напучування, умовляння, вмовляння, ...
  • νουθετώ στα ουκρανικά - догану, читець, зазначення, догана, радити, перестерігати, умовляти, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοτισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вогкий, вологий, вологе