Περήφανος στα ουκρανικά
Μετάφραση: περήφανος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опуклий, гордий, горда, горде
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περήφανος
περήφανος απόστολος, περήφανος γαμπρός... ξυλοκόπησε τη νύφη, περήφανος έλληνας, περήφανος αγγλικα, περήφανος στα αγγλικά, περήφανος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, περήφανος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πεπρωμένο στα ουκρανικά - неминучість, доля, уділ, долю
- πεπτικός στα ουκρανικά - підкріплювальний, харчової, харчовою, травний
- περί στα ουκρανικά - об, про, по, середнє-з, усюди, поблизу, стосовно, ...
- περίβλεπτος στα ουκρανικά - показний, видимий, помітний, кидається в очі, впадає в очі, що впадає в очі, впадає у вічі
Τυχαίες λέξεις
Περήφανος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: опуклий, гордий, горда, горде
Μεταφράσεις: опуклий, гордий, горда, горде