Περήφανος στα δανικά
Μετάφραση: περήφανος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stolt, stolte, stolte af, stolte over, stolt over
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περήφανος
περήφανος απόστολος, περήφανος γαμπρός... ξυλοκόπησε τη νύφη, περήφανος έλληνας, περήφανος αγγλικα, περήφανος στα αγγλικά, περήφανος λεξικό γλώσσας δανικά, περήφανος στα δανικά
Μεταφράσεις
- πεπρωμένο στα δανικά - bestemmelse, skæbne, skæbnen, destiny, skćbne
- πεπτικός στα δανικά - fordøjelsesproblemer, fordøjelsessystemet, fordøjelsessystem, fordøjelsesforstyrrelser, fordøjende
- περί στα δανικά - om, omkring, omtrent, næsten, cirka, ca., vide om
- περίβλεπτος στα δανικά - iøjnefaldende, glimrer, påfaldende, synligt, fremtrædende
Τυχαίες λέξεις
Περήφανος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stolt, stolte, stolte af, stolte over, stolt over
Μεταφράσεις: stolt, stolte, stolte af, stolte over, stolt over