Πολιορκία στα ουκρανικά
Μετάφραση: πολιορκία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облога, довгий, Осада, облогу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολιορκία
πολιορκία της σεβαστούπολης, πολιορκία κωνσταντινούπολης, πολιορκία της κωνσταντινούπολης, πολιορκία τριπολιτσάς, πολιορκία της κωνσταντινούπολης υπό των αράβων βιβλιο, πολιορκία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πολιορκία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πολεμιστής στα ουκρανικά - непримиренний, суперечливий, воюючий, непримиримий, воїн, вояк, воин
- πολικός στα ουκρανικά - полярний, полярне
- πολιορκώ στα ουκρανικά - оточіть, осаджувати, оточити, оточувати, обкласти, брати в облогу, облогу, ...
- πολιτική στα ουκρανικά - поліклініка, політика, Україна, Надзвичайні, Политика, політики
Τυχαίες λέξεις
Πολιορκία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: облога, довгий, Осада, облогу
Μεταφράσεις: облога, довгий, Осада, облогу