Наказати στα ελληνικά
Μετάφραση: наказати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστάζω, προσταγή, θεσπίζω, διατάζω, εντολή, θέσπισμα, διάταγμα, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акумуляція στα ελληνικά - συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
- амфора στα ελληνικά - αμφορέας, αμφορέα, αμφορείς, αμφορέων, αμφορά
- аскетизм στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
- літограф στα ελληνικά - λιθογράφος, χαράκτης και λιθογράφος, λιθογραφείο, και λιθογράφος
Τυχαίες λέξεις
Наказати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστάζω, προσταγή, θεσπίζω, διατάζω, εντολή, θέσπισμα, διάταγμα, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Μεταφράσεις: προστάζω, προσταγή, θεσπίζω, διατάζω, εντολή, θέσπισμα, διάταγμα, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού