Συμπαθώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμπαθώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
принадний, так, тому, оскільки, бо
Συμπαθώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπαθώ

σας συμπαθώ, συμπαθώ ετυμολογία, συμπαθώ πολλούς αλλά όχι όλους... συγχωρώ πολλά αλλά όχι όλα, συμπαθώ πολλούς αλλά όχι όλους, συμπαθώ λεξικό, συμπαθώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπαθώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμπαγής στα ουκρανικά - суцільний, міцний, стиснутий, стиснений, ущільнювати, твердий, ґрунтовний, ...
  • συμπαθητικός στα ουκρανικά - схожий, любити, так, рівне, отак, сильно, подібний, ...
  • συμπαιγνία στα ουκρανικά - колодій, змова, змову, зговір
  • συμπαράσταση στα ουκρανικά - підкладка, піддержувати, спинка, підтримання, забезпечення, підтримка, підтримку, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπαθώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: принадний, так, тому, оскільки, бо