Συμπαθώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμπαθώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quão, relâmpago, gostar, como, amar, prezar, similar, estimar, semelhante, parecido, como o, como a, tal como
Συμπαθώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπαθώ

σας συμπαθώ, συμπαθώ ετυμολογία, συμπαθώ πολλούς αλλά όχι όλους... συγχωρώ πολλά αλλά όχι όλα, συμπαθώ πολλούς αλλά όχι όλους, συμπαθώ λεξικό, συμπαθώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπαθώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμπαγής στα πορτογαλικά - consistente, contínuo, forte, sólido, constante, rijo, compacto, ...
  • συμπαθητικός στα πορτογαλικά - agradável, bom, Nice, boa, legal
  • συμπαιγνία στα πορτογαλικά - conluio, colusão, conivência, concertação, a colusão
  • συμπαράσταση στα πορτογαλικά - reclinar, sustentar, fonte, fornecer, apoiar, amparar, apoio, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπαθώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: quão, relâmpago, gostar, como, amar, prezar, similar, estimar, semelhante, parecido, como o, como a, tal como