Συμπαθώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: συμπαθώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líka, líkur, hugnast, eins, eins og, svona
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπαθώ
σας συμπαθώ, συμπαθώ ετυμολογία, συμπαθώ πολλούς αλλά όχι όλους... συγχωρώ πολλά αλλά όχι όλα, συμπαθώ πολλούς αλλά όχι όλους, συμπαθώ λεξικό, συμπαθώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμπαθώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπαγής στα ισλανδικά - áreiðanlegur, samningur, fyrirferðalítil, fyrirferðarlítil
- συμπαθητικός στα ισλανδικά - ágætur, gott, gaman, fallegt, góð
- συμπαιγνία στα ισλανδικά - samráðs, samráði, ólögmætt samráð, samráð, Samráðið
- συμπαράσταση στα ισλανδικά - fylgja, styðja, fylgi, stuðningur, stuðning, Support, stuðningur við
Τυχαίες λέξεις
Συμπαθώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: líka, líkur, hugnast, eins, eins og, svona
Μεταφράσεις: líka, líkur, hugnast, eins, eins og, svona