Συμπτύσσω στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμπτύσσω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
телескоп, складка, складки
Συμπτύσσω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπτύσσω

συμπτύσσω συνωνυμο, συμπτύσσω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπτύσσω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμπληρώνω στα ουκρανικά - доповнити, додаток, доповнювати, доповнення, тягнути, животіти, волочити, ...
  • συμπλοκή στα ουκρανικά - потріпати, бійка, протирати, зношувати, зіткнення, драка
  • συμπυκνωμένος στα ουκρανικά - ущільнювати, стиснений, стиснутий, щільний, концентрований, концентрірованний
  • συμπυκνώνω στα ουκρανικά - концентрат, зосередити, конденсуйтеся, сконцентруватися, стиснутий, згущати, скоротити, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπτύσσω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: телескоп, складка, складки