Συνολικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνολικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
всюди, спільний, загальний, спільну, Загальна, загального
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνολικός
συνολικός υετός, συνολικός πληθυσμός της γης, συνολικός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, συνολικός αριθμός επιχειρήσεων στην ελλάδα, συνολικός αριθμός συνταξιούχων, συνολικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνολικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνοδεία στα ουκρανικά - супровід, супроводження, доповнення
- συνοδεύω στα ουκρανικά - ескорт, ескортувати, супроводжуйте, супроводжувати, супроводити, супроводжуватиме, супроводжуватимуть
- συνομιλία στα ουκρανικά - бесіда, розмова, розмову, розмови
- συνομιλητής στα ουκρανικά - бесіди, співрозмовник, співбесідник
Τυχαίες λέξεις
Συνολικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: всюди, спільний, загальний, спільну, Загальна, загального
Μεταφράσεις: всюди, спільний, загальний, спільну, Загальна, загального