Спільний στα ελληνικά
Μετάφραση: спільний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, συνεργάσιμος, συσχετίζω, μοιρασμένος, συνολικός, κοινός, ποδιά, συνεταιρισμός, συνέταιρος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аміак στα ελληνικά - αμμωνία, αμμωνίας, της αμμωνίας, η αμμωνία, την αμμωνία
- васальний στα ελληνικά - άρχων, προθυμώς, άρχοντας, λιέγης, λίζιο
- закоренілий στα ελληνικά - κατασταλαγμένος, επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν
- знищування στα ελληνικά - ολοκαύτωμα, znyschuvannya
Τυχαίες λέξεις
Спільний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, συνεργάσιμος, συσχετίζω, μοιρασμένος, συνολικός, κοινός, ποδιά, συνεταιρισμός, συνέταιρος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Μεταφράσεις: γενικός, συνεργάσιμος, συσχετίζω, μοιρασμένος, συνολικός, κοινός, ποδιά, συνεταιρισμός, συνέταιρος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών