Συσφίγγω στα ουκρανικά

Μετάφραση: συσφίγγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штабель, скобка, затискувати, затискати, купа, стискати, стискувати, стискає
Συσφίγγω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσφίγγω

συσφίγγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συσφίγγω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συστοιχία στα ουκρανικά - група, батарейка, пучок, акумулятор, кластер, рий, рій, ...
  • συστολή στα ουκρανικά - ув'язнення, скорочування, примушення, набування, стягування, стиснення, вимушеність, ...
  • συσχέτιση στα ουκρανικά - співвідношення, кореляція, кореляцію
  • συσχετίζω στα ουκρανικά - асоціювати, спілкуватися, спільний, співвідносити, порівнювати
Τυχαίες λέξεις
Συσφίγγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: штабель, скобка, затискувати, затискати, купа, стискати, стискувати, стискає