Συσφίγγω στα τούρκικα

Μετάφραση: συσφίγγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıskaç, daraltmak, sıkmak, büzülür, sıkıştırmak, daraltıyor
Συσφίγγω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσφίγγω

συσφίγγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, συσφίγγω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συστοιχία στα τούρκικα - tutam, küme, demet, batarya, akü, pil, pilin, ...
  • συστολή στα τούρκικα - sınırlama, daralma, kasılma, kontraksiyon, daralmanın, kasılması
  • συσχέτιση στα τούρκικα - ilişki, korelasyon, bağıntı, bir korelasyon, bir ilişki
  • συσχετίζω στα τούρκικα - yoldaş, ilişki, korelasyon, ilişkili, korele, ilişkilendirmek
Τυχαίες λέξεις
Συσφίγγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kıskaç, daraltmak, sıkmak, büzülür, sıkıştırmak, daraltıyor