Σωριάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: σωριάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
групувати, в'язка, клунок, пучок, пиломатеріали, необрізів, Двері
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωριάζω
σωριάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σωριάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σωρευτικός στα ουκρανικά - сукупний, нагромаджений, кумулятивний, сукупного
- σωριάζομαι στα ουκρανικά - спад, болото, загибель, колапс, зруйнування, розвалитися, колапсу
- σωρός στα ουκρανικά - сардина, складатися, стік, книгосховище, складатись, стек, купа, ...
- σωσίας στα ουκρανικά - двійчастий, дупель, подвоювати, подвоїти, петля, подвійний, подвійної, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: групувати, в'язка, клунок, пучок, пиломатеріали, необрізів, Двері
Μεταφράσεις: групувати, в'язка, клунок, пучок, пиломатеріали, необрізів, Двері