Пучок στα ελληνικά
Μετάφραση: пучок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κότσος, τσουβαλιάζω, καδρόνι, δέσμη, κοπάδι, σύμπλεγμα, συστοιχία, αχτίδα, δεσμίδα, μάτσο, τσαμπί, δοκός, σωριάζω, αγέλη, συρρέω, σωρό, μπουκέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блукаючий στα ελληνικά - δόλιος, περιπατητικός, ύπουλος, περιπλάνηση, περιπλάνησης, περιπλάνησή, περιπλανήσεις, ...
- бузковий στα ελληνικά - βιολί, πασχαλιά, λιλά, μοβ, ιώδες, πασχαλιές
- виключення στα ελληνικά - αποβολή, αποκλεισμός, εξαίρεση, απέλαση, αποκλεισμού, αποκλεισμό, του αποκλεισμού
- вкрадливо στα ελληνικά - υπαινιγμός, νύξη, ύπουλος
Τυχαίες λέξεις
Пучок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κότσος, τσουβαλιάζω, καδρόνι, δέσμη, κοπάδι, σύμπλεγμα, συστοιχία, αχτίδα, δεσμίδα, μάτσο, τσαμπί, δοκός, σωριάζω, αγέλη, συρρέω, σωρό, μπουκέτο
Μεταφράσεις: κότσος, τσουβαλιάζω, καδρόνι, δέσμη, κοπάδι, σύμπλεγμα, συστοιχία, αχτίδα, δεσμίδα, μάτσο, τσαμπί, δοκός, σωριάζω, αγέλη, συρρέω, σωρό, μπουκέτο