Групувати στα ελληνικά

Μετάφραση: групувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμίδα, μάτσο, τσουβαλιάζω, σωριάζω, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Групувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • групка στα ελληνικά - πασάλειμμα, επιπόλαια γνώση, πρόχειρη καταγραφή, πασάλειμα, πρόχειρη
  • груповою στα ελληνικά - ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
  • груша στα ελληνικά - απίδι, αχλάδι, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές
  • грюк στα ελληνικά - κροτώ, πάταγος, hryuk
Τυχαίες λέξεις
Групувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμίδα, μάτσο, τσουβαλιάζω, σωριάζω, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας