Ταράζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ταράζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маслоробка, агітувати, агітуватиме, агітуватимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταράζω
ταράζω τα νερά στα αγγλικά, ταράζω τα νερά, ταράζω συνωνυμα, ταράζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ταράζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ταπεινώνω στα ουκρανικά - понижувати, низькочолий, принизьте, знижувати, принижувати, навислий, малоосвічений, ...
- ταπετσαρία στα ουκρανικά - калюжі, шпалери, обої, шпалери для робочого столу, заставки, картинки
- ταράσσομαι στα ουκρανικά - розмивати, шумування, збентеження, мучення, здригнутися, здригнутись, здригнувся
- ταράτσα στα ουκρανικά - притулок, стріха, імперіал, дах, покрівля, тераса, Терраса, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταράζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: маслоробка, агітувати, агітуватиме, агітуватимуть
Μεταφράσεις: маслоробка, агітувати, агітуватиме, агітуватимуть