Спопеляти στα ελληνικά

Μετάφραση: спопеляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Спопеляти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акредитування στα ελληνικά - διαπίστευση, διαπίστευσης, πιστοποίησης, πιστοποίηση, τη διαπίστευση
  • вигін στα ελληνικά - σιτίζω, στροφή, ταΐζω, σκύβω, γέρνω, καμπυλώνεται, τροφοδοτώ, ...
  • докоріть στα ελληνικά - μαλώνω, επικρίνω, μαστίγωμα, λουρί, πρόσδεση, πρόσδεσης, δεσίματος
  • кореляція στα ελληνικά - συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Τυχαίες λέξεις
Спопеляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος