Опікати στα ελληνικά
Μετάφραση: опікати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ζεματίζω, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Μεταφράσεις
- балістика στα ελληνικά - βλητική, βληματολογία, ballistics, βαλιστικά, βαλλιστικά
- заборонений στα ελληνικά - παράνομος, απαγορεύω, απαγορευμένος, απαγορεύεται, απαγορεύονται, απαγορευμένο, απαγορευμένη
- заїзд στα ελληνικά - όρος, βουνό, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
- криво στα ελληνικά - λοξά, λοξός, στραβά, στραβό, δυσανάλογη
Τυχαίες λέξεις
Опікати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ζεματίζω, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Μεταφράσεις: τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ζεματίζω, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει