Перебільшувати στα ελληνικά
Μετάφραση: перебільшувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβάλλω, εξογκώνω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Μεταφράσεις
- аморфний στα ελληνικά - άμορφος, άμορφο, άμορφη, άμορφου, άμορφης
- втішати στα ελληνικά - καταπραΰνω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- гай στα ελληνικά - άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους
- зітхнути στα ελληνικά - αναπνέω, αναστεναγμός, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό, ανάσα
Τυχαίες λέξεις
Перебільшувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, εξογκώνω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, εξογκώνω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν