Αρκτική στα πολωνικά

Μετάφραση: αρκτική, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
arktyczny, Boreal, borealne, borealnych, borealno, System Boreal
Αρκτική στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρκτική

αρκτική ανταρκτική, αρκτική θάλασσα, αρκτική κουκουβάγια, αρκτική τούνδρα, αρκτική αλεπού, αρκτική λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρκτική στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αρκετοί στα πολωνικά - poszczególny, liczny, rozdzielny, kilkunastoletni, wielodniowy, podzielny, oddzielny, ...
  • αρκετός στα πολωνικά - hojny, uprzątać, spory, posprzątać, pokaźny, wydatny, czyścić, ...
  • αρκτικός στα πολωνικά - arktyczny, Arctic, Arktyka, Arktyki, arktyczna
  • αρλεκίνος στα πολωνικά - pajac, arlekin, harlequin, arlekina, Arlekiński, Kamieniuszka
Τυχαίες λέξεις
Αρκτική στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: arktyczny, Boreal, borealne, borealnych, borealno, System Boreal