Λαϊκός στα πολωνικά
Μετάφραση: λαϊκός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poczytny, popularny, ludowy, laik, laika, świecki, layman, świeckim
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαϊκός
λαϊκός σύνδεσμός –χρυσή αυγή - νίκος μιχαλολιάκος, λαϊκός fm 87.6 live, λαϊκός δρόμος, λαϊκός ορθόδοξος συναγερμός, λαϊκός πολιτισμός, λαϊκός λεξικό γλώσσας πολωνικά, λαϊκός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- λαχτάρα στα πολωνικά - pragnienie, tęsknota, łaknienie, ochota, pożądanie, żądza, zachcianka, ...
- λαχταρώ στα πολωνικά - boleć, ból, tęsknić, zatęsknić, westchnąć do, stęsknić się
- λαύρα στα πολωνικά - ferwor, zapał, gorliwość, żarliwość, żar, Ławra, Lavra
- λεία στα πολωνικά - grabić, zdobycz, łup, gładko, bezproblemowo, ofiara, żerować, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαϊκός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: poczytny, popularny, ludowy, laik, laika, świecki, layman, świeckim
Μεταφράσεις: poczytny, popularny, ludowy, laik, laika, świecki, layman, świeckim