Νομολογία στα πολωνικά
Μετάφραση: νομολογία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawoznawstwo, jurysprudencja, orzecznictwo, orzecznictwa, orzecznictwie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νομολογία
νομολογία στε, νομολογία απ, νομολογία αρείου πάγου, νομολογία εδδα, νομολογία δεκ, νομολογία λεξικό γλώσσας πολωνικά, νομολογία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- νομοθεσία στα πολωνικά - nakaz, prawodawstwo, ustawodawstwo, ustawa, legislacja, statut, akta, ...
- νομοθετικός στα πολωνικά - ustawodawczy, legislacyjny, prawny, prawodawczy, legislacyjna, ustawodawcza
- νομοσχέδιο στα πολωνικά - plakat, zestawienie, ulotka, projekt, ogłaszać, rachunek, banknot, ...
- νονός στα πολωνικά - ojciec chrzestny, kum, ojcem chrzestnym, ojca chrzestnego, chrzestnym
Τυχαίες λέξεις
Νομολογία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: prawoznawstwo, jurysprudencja, orzecznictwo, orzecznictwa, orzecznictwie
Μεταφράσεις: prawoznawstwo, jurysprudencja, orzecznictwo, orzecznictwa, orzecznictwie