Ανθρωπότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανθρωπότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humanidade, a humanidade, da humanidade, homem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθρωπότητα
ανθρωπότητα μάιος 2011, ανθρωπότητα και χρόνος, ανθρωπότητα αγγλικά, ανθρωπότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανθρωπότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανθρωποειδής στα πορτογαλικά - humanóide, humanoid, humanoide, humanóides, do humanoid
- ανθρωπολογία στα πορτογαλικά - antropologia, a antropologia, da antropologia, de antropologia, anthropology
- ανθρώπινος στα πορτογαλικά - zumbir, pessoa, indivíduo, personagem, humano, sujeito, zumbido, ...
- ανθώ στα πορτογαλικά - farinha, floresça, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
Τυχαίες λέξεις
Ανθρωπότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: humanidade, a humanidade, da humanidade, homem
Μεταφράσεις: humanidade, a humanidade, da humanidade, homem