Ανθώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανθώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
farinha, floresça, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθώ
ανθώ συνωνυμο, ανθώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανθώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανθρωπότητα στα πορτογαλικά - humanidade, a humanidade, da humanidade, homem
- ανθρώπινος στα πορτογαλικά - zumbir, pessoa, indivíduo, personagem, humano, sujeito, zumbido, ...
- ανιαρός στα πορτογαλικά - aborrecido, enfadonho, chato, mórmon entediante, chata
- ανιδιοτέλεια στα πορτογαλικά - abnegação, altruísmo, desprendimento, desinteresse, selflessness
Τυχαίες λέξεις
Ανθώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: farinha, floresça, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
Μεταφράσεις: farinha, floresça, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor