Dotar στα ελληνικά

Μετάφραση: dotar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπομένω, προικίζω, αντέχω, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
Dotar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dosagens στα ελληνικά - δοσολογία, δόσεις, δοσολογίες, δόσεων, δοσολογιών
  • dose στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • dote στα ελληνικά - προικίζω, αντέχω, υπομένω, προίκα, προίκας, την προίκα, προικιά, ...
  • dourado στα ελληνικά - χρυσαφένιος, καλός, αγαθός, χρυσή, χρυσό, χρυσά, χρυσές
Τυχαίες λέξεις
Dotar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπομένω, προικίζω, αντέχω, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση