Αντίσταση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντίσταση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resistir, oposição, imunidade, resistência, resistência à, a resistência, de resistência, resistência ao
Αντίσταση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντίσταση

αντίσταση πυκνωτή, αντίσταση θερμοσίφωνα, αντίσταση πολιτών δυτικής ελλάδας, αντίσταση στις γειτονιές, αντίσταση στην ινσουλίνη, αντίσταση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντίσταση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντίποινα στα πορτογαλικά - vingança, retaliação, represália, represálias, retaliações, a retaliação
  • αντίρρηση στα πορτογαλικά - objecções, objeção, objecção, oposição, excepção
  • αντίστοιχος στα πορτογαλικά - similar, equivalente, equipamento, semelhante, parecido, correspondente, correspondentes, ...
  • αντίσωμα στα πορτογαλικά - anticorpo, anticorpos, de anticorpo, de anticorpos, anticorpo de
Τυχαίες λέξεις
Αντίσταση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: resistir, oposição, imunidade, resistência, resistência à, a resistência, de resistência, resistência ao